παρασκευάζει

παρασκευάζει
παρασκευάζω
pres ind mp 2nd sg
παρασκευάζω
pres ind act 3rd sg
παρασκευάζω
pres ind mp 2nd sg
παρασκευάζω
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α …   Dictionary of Greek

  • μάγκιπος — και μάγκιπας, ο, θηλ. μαγκίπισσα (Μ μάγκιψ και μάγκηψ και μάγγιψ, πος και μάγκιπας και μάγκιπος) αυτός που παρασκευάζει και πουλά άρτο, αρτοπώλης, φούρναρης νεοελλ. (το αρσ.) ο μάγκιπος ο μοναχός που παρασκευάζει τον άρτο σε μονή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • έψω — ἕψω (Α) 1. παρασκευάζω κάτι διά βρασμού, βράζω, μαγειρεύω, ψήνω 2. (για μέταλλα) τήκω, χωνεύω, αποκαθαίρω με τη χώνευση 3. παθ. ἕψομαι (για υγρά) ζέω, βράζω, υφίσταμαι βρασμό 4. χωνεύω, πέπτω 5. μτφ. παρασκευάζω («τὰ κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν… …   Dictionary of Greek

  • αεριοποιητικός — ή, ό [αεριοποιώ] αυτός που παρασκευάζει αέριο …   Dictionary of Greek

  • αζυμωσιά — η [αζύμωτος] το να μη ζυμώνει, να μην παρασκευάζει κανείς ψωμί λόγω φτώχιας …   Dictionary of Greek

  • ακόνιτο — (aconitum). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Περιλαμβάνει περισσότερα από 60 είδη της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Τα φυτά αυτά έχουν ψηλό βλαστό που μπορεί να φτάσει σε ύψος… …   Dictionary of Greek

  • αλατάς — Μικρό νησί (υψόμ. 10 μ., 5 κάτ.) του Παγασητικού κόλπου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τρικερίου του νομού Μαγνησίας. Στο νησί υπάρχουν τα διαλυμένα μοναστήρια των Αγίων Σαράντα και της Μεταμόρφωσης. Το 1822 έγινε στον Α. φονική μάχη μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • αλατοποιός — ο αυτός που παρασκευάζει αλάτι σε αλυκές, ο αλατοπηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + ποιός < ποιώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλατοποιία, αλατοποιώ] …   Dictionary of Greek

  • αλευροποιία — η (Μ) [αλευροποιός] η παρασκευή αλεύρων νεοελλ. η βιομηχανία που παρασκευάζει άλευρα …   Dictionary of Greek

  • αλευροποιός — ο αυτός που παρασκευάζει άλευρα, ο εργάτης ή ο ιδιοκτήτης αλευρόμυλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλευρο + ποιός < ποιώ. ΠΑΡ. αλευροποιώ μσν. νεοελλ. ἀλευροποιία νεοελλ. αλευροποιείο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”